- ανάχωσμα
- το (Α ἀνάχωσμα)συσσώρευση χώματος, μικρός σωρός από την ιλύ ποταμού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναχώσματα — ἀνάχωσμα silted mound neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)